Γεννημένη και μεγαλωμένη στη Σαμοθράκη από οικογένεια «λαϊκών» μουσικών συμμετείχα στα μουσικά και χορευτικά δρώμενα και τις τελετές, αρχικά παρακολουθώντας τους οργανοπαίκτες και τους χορευτές, και αργότερα
χορεύοντας και παίζοντας μουσική. Οι πρώτοι δάσκαλοι ήταν άτομα της οικογένειας, ο πατέρας ο θείος κι ο παππούς. Η πρώτη επαφή με τη μουσική πράξη ήταν εμπειρική. Είχα μάθει να παίζω μουσική «πρακτικά», «με τ’ αυτί», όπως λέγεται στη γλώσσα των λαϊκών μουσικών και έπαιρνα μέρος, αρχικά με την οικογένειά μου, αργότερα και με άλλους οργανοπαίκτες σε τοπικά γλέντια και πανηγύρια. Παράλληλα έβλεπα, άκουγα και παρατηρούσα ανθρώπους να εμπλέκονται με διάφορους τρόπους στο μουσικοχορευτικό γίγνεσθαι, μιλώντας για το τραγούδι, τη μουσική και τον χορό σχολιάζοντας την επιτυχία ενός γλεντιού ή μιας μουσικής παράστασης και εκφράζοντας τις απόψεις τους για τους «καλούς» μουσικούς και χορευτές.
Φεύγοντας από το νησί, κατά τη φοίτησή μου στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, διαπίστωσα ότι διάφορα θέματα που σχετίζονται με την παραδοσιακή μουσική, αποτελούν αντικείμενο μελέτης και συζήτησης στα αμφιθέατρα των πανεπιστημιακών σχολών. Έτσι, μέσα από τα μαθήματα της «δημοτικής μουσικής» και της «εθνομουσικολογίας» με τον Γιάννη Καϊμάκη, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω μια νέα αντιμετώπιση αυτού που λέμε «μουσικό λαϊκό πολιτισμό». Στη βιβλιοθήκη του ίδιου τμήματος δημιουργήθηκε ένα αρχείο συλλογής μουσικής και τραγουδιών, που συνεχώς εμπλουτίζεται, καθώς πολλοί φοιτητές επιλέγουν τον τομέα της δημοτικής μουσικής προκειμένου να εκπονήσουν τη διπλωματική τους εργασία. Τέτοιες εργασίες περιλαμβάνουν ηχογραφήσεις, συλλογές και μεταγραφές μουσικής και μουσικοποιητικές αναλύσεις δημοτικών τραγουδιών. Σ’ αυτό το πλαίσιο αποφάσισα ν’ ασχοληθώ για πρώτη φορά με την καταγραφή της μουσικής στη Σαμοθράκη. Το χρονικό διάστημα 1995-1996 ξεκίνησα να συλλέγω μουσικό υλικό, ψάχνοντας ανάμεσα σε αναγνωρισμένους από την κοινότητα μουσικούς και τραγουδιστές. Απόρροια αυτής της πρώτης καταγραφής αποτέλεσε η διπλωματική εργασίαμε τίτλο «Δημοτικά Τραγούδια της Σαμοθράκης» με επιβλέποντα τον Δημήτρη Θέμελη, την οποία κατέθεσα στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης τον Ιούνιο του 1997. Παράλληλα συνέχιζα τις κλασικές μουσικές σπουδές στο ωδείο, στην τάξη πιάνου της Δόμνας Ευνουχίδου, κρουστών του Αναστάση Βασιλειάδη και θεωρητικών του Κώστα Σιέμπη, ενώ αφιέρωνα πολλές ώρες μελέτης για να εξελίσσω τη μουσική μου δεξιότητα πάνω σε θέματα μουσικής τεχνικής και ερμηνείας. Μια συναυλία με έργα φοιτητών του Μουσικού Τμήματος, στάθηκε αφορμή για να επιστρέψω στη Σαμοθράκη (αυτή τη φορά μέσω των μουσικών μεταγραφών που ήδη είχα διεξάγει), όπου και αναζήτησα υλικό για να επεξεργαστώ προκειμένου να παρουσιάσω και να ερμηνεύσω μια προσωπική σύνθεση για πιάνο, βασισμένη σε τρεις «σαμοθρακίτικες μελωδίες». Το έργο, αν και σύντομο και απλό στη δομή του, έκανε πολύ καλή εντύπωση στο κοινό, που αποτελούνταν κυρίως από φοιτητές και καθηγητές του τμήματος, ενώ η εμπειρία που αποκόμισα είχε έναν διττό χαρακτήρα. Αφ’ ενός ήταν η ειδικευμένη μουσική γνώση που αποκτά κανείς μπαίνοντας στη διαδικασία της επεξεργασίας και ανασύνθεσης ενός πρωτογενούς μουσικού υλικού, αφ’ ετέρου παρουσίασε ιδιαίτερο ενδιαφέρον η σχέση που δημιουργήθηκε με το κοινό, κατά την εκτέλεση του συγκεκριμένου έργου, η οποία χαρακτηρίζονταν από την πολύ καλή παρακολούθηση της μουσικής ροής και από τις δύο πλευρές (ερμηνευτή και κοινού). Δηλαδή, σε καθαρά προσωπικό επίπεδο, είχε ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες μελωδίες που επεξεργάστηκα, προσάρμοσα και έπαιξα στο πιάνο, μέσα από το φίλτρο πια της κλασικής μουσικής παιδείας, ήταν αρκετά δημοφιλείς στο νησί, αφού τις είχα ακούσει πολλές φορές μέσα όμως σε διαφορετικά περιβάλλοντα: σε οικογενειακά γλέντια, σε χορούς, σε γαμήλιες τελετές, παιγμένες από διαφορετικούς οργανοπαίκτες και μουσικά συγκροτήματα -σε κάποια από τα όποια συμμετείχα και η ίδια- αποτελούμενα από «παραδοσιακά» ή «μοντέρνα» μουσικά όργανα, με ή χωρίς ηλεκτρική ενίσχυση, άλλοτε θέλοντας να «προκαλέσουν» τον χορό, άλλοτε συνοδεύοντας έθιμα και τελετές κι άλλοτε απλώς αποτελώντας μια τυπική μουσική υπόκρουση για την οποία μπορεί και να αδιαφορούσαν πολλοί από τους παρευρισκόμενους σε ένα γλέντι.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που μπόρεσα αρχικά να διαπιστώσω ως μουσικός, έχοντας μπροστά μου τα κείμενα των μουσικών μεταγραφών, αλλά συγχρόνως λαμβάνοντας υπ’ όψιν και την εμπειρία των διαφορετικών ηχητικών συνθηκών όπου αυτές λειτουργούσαν, ήταν το γεγονός ότι - παρόλο που οι νότες των μελωδιών παρέμεναν στη βάση τους ουσιαστικά οι ίδιες με μικρές ρυθμικο-μελωδικές παραλλαγές ανάλογα τον εκτελεστή και το μουσικό όργανο- το συνολικό ηχητικό, πολιτισμικό πλαίσιο παρουσίαζε σε κάθε περίσταση σημαντικές διαφορές.Το αμέσως επόμενο στάδιο που αποτέλεσε την πρόκληση και το βασικό κίνητρο που οδήγησε τελικά στην εκπόνηση της διατριβής ήταν μια σειρά από ερωτήματα:
- Tι υπάρχει πίσω από τις νότες;
- Πώς οι επιλογές του μουσικού και το γενικότερο πολιτισμικό περιβάλλον επηρεάζουν το συνολικό ηχητικό αποτέλεσμα, ώστε ενώ πρόκειται για την «ίδια» μουσική, τις ίδιες νότες γραμμένες στο χαρτί, να διαφοροποιούνται τελείως ως προς την ερμηνεία;
- Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του «καλού» μουσικού και κατά πόσο μπορεί να «πλάσει» ο ίδιος το μουσικό του περιβάλλον;
- Πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις μουσικού-κοινού, μουσικού-χορευτή και με ποιον τρόπο επηρεάζουν τελικά το μουσικό αποτέλεσμα;
Έτσι, προσπαθώντας να δώσω απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, πέρασα σταδιακά από τον ρόλο του ερμηνευτή της μουσικής σ’ αυτόν του ερευνητή, καθώς άρχισα να συνειδητοποιώ ότι τα τραγούδια και οι μελωδίες, εκτός από τη μουσική τους οντότητα, συνδέονται ποικιλότροπα με το κοινωνικοπολιτισμικό περιβάλλον, το οποίο τελικά διαφοροποιεί το μουσικό αποτέλεσμα. Μέσα από την παρατήρηση και διερεύνηση αυτού του περιβάλλοντος αναδεικνύεται κάθε φορά το κοινωνικό, οικονομικό, αισθητικό και γενικότερα πολιτισμικό πλαίσιο όπου λαμβάνουν χώρα το τραγούδι, η μουσική κι ο χορός. Σ’ αυτό το σημείο έρχεται η Σαμοθράκη για δεύτερη φορά να αποτελέσει το πεδίο της νέας επιτόπιας έρευνάς μου.
Η διεξαγωγή και ολοκλήρωση αυτής της διατριβής δε θα ήταν δυνατή χωρίς τη βοήθεια και τη συνεργασία συγκεκριμένων ανθρώπων, στους οποίους είμαι βαθιά ευγνώμων: Αρχικά, οφείλω να αναφέρω την ανεκτίμητη βοήθεια, την πρακτική και ηθική συμπαράσταση του Λάμπρου Λιάβα ως βασικού επιβλέποντα ερευνητή του διδακτορικού. όι συναντήσεις και συζητήσεις μαζί του, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, με προβλημάτισαν βαθιά, με τόνωσαν πνευματικά και με καθοδήγησαν ανοίγοντάς μου τον δρόμο για τον σχεδιασμό και τη διεκπεραίωση της διατριβής. Είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων προς τη Ρένα Λουτζάκη, για τη γενναιόδωρη ανταπόκριση και καθοριστική καθοδήγησή της, καθώς και τις πολύωρες συζητήσεις μαζί της. Σημαντικές και ουσιαστικές υπήρξαν παράλληλα οι συμβουλές και επισημάνσεις του Παύλου Κάβουρα, τον οποίο και ευχαριστώ.
Η συνεισφορά των κατοίκων της Σαμοθράκης υπήρξε πολύτιμη και αποφασιστική, μέσα από τις πολύωρες κουβέντες μαζί τους, την καλοσύνη, την ανοχή, την υπομονή και τη γενναιοδωρία τους. Με δέχθηκαν στα σπίτια τους και θέλησαν να παίξουν μουσική, να τραγουδήσουν, να μου μιλήσουν για τη μουσική, το τραγούδι, τον χορό και τη ζωή τους σε σχέση μ’ αυτά. Θέλω να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες μου στον Κυριάκο Στεργίου και στη μουσική οικογένεια Στεργίου (Μανόλη, Γιώργο και Θανάση), τον Νίκο Βάβουρα, τον Γιάννη Σαμαρά, τον Μιχάλη Γιαννέλο, τον οργιών Παπαγρηγορίου, τον Θανάση Βασιλορίζη, τη Στρατούλα Τσίπου, τη Γιαννούλα Βούζη, τον Γιαννάκη Σαμαρά, τη Μυρσίνη Δεληγιάννη, τη Μαρία Βερβέρη- Κράουζε, τη Πελαγία Αποστολούδια και Φιλίτσα Ζολώτα, τον Στρατή Λαδίκο, τον Αντώνη Ατζανό, τον Δημήτρη Φώτη, τον Μανόλη Μαλτέζο, τον Νίκο Καλιατσά, τον Στρατή Δήμο, την Ιωάννα Λημνιού- Πισμίση, τον Δημήτρη Στεργίου, τον πάτερ Εμμανουήλ Καμπούρη, τον Στάθη Μαμουγιώργη, τη Λεμονιά Κεράση, τον Χρήστο Γιαραμάνη, την Ιουλία Παρσέλια, την Αθανασία Ζολώτα, τον Μανόλη Χατζηστεφάνη, τη Ζαφειρία Καραγιάννη, τη Μυρσήνη Σταφυλά, τη Χρυσούλα Καλακίκου, την Ξενιώ Μαμουγιώργη, τον Γιώργη Δεληγιάννη(παππού και εγγονό), την Άννα Μαλτέζου, τον Γιώργο Χανό, τα μέλη του πολιτιστικού συλλόγου σαμοθρακιτών της Γερμανίας: Μαρία Λαζανδρέα, Βασίλη Κορδώνια, και Νίκο Καραγιάννη, καθώς και τους εκλιπόντες: Γιαννάκη Βραχιώλια, Παναγιώτη Ζολώτα, Βασίλη Παπανικολάου, Στρατή Μαρμαρά, Παναγιώτη Μακρή, Απόστολο Καραγιάννη, Ανδρονίκη Βάβουρα, Γιαννούλα Γιαταγάνη και Αθανάσιο Ψαρέλια.
Η οικογένειά μου, μου πρόσφερε την αγάπη και τη συμπαράστασή της όλα τα χρόνια της έρευνας και συγγραφής της διατριβής. Παράλληλα, και πιο πριν, ενώ ο πατέρας μου στήριζε τη συμμετοχή μου στις μουσικές κομπανίες των τοπικών γλεντιών, το τραγούδι της μητέρας μου στο σπίτι, με έκανε να παρακολουθώ προσεχτικά τη μουσική, και οι συζητήσεις με τον αδερφό μου με βοήθησαν να υιοθετώ μια κριτική στάση απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις. Το μουσικό μας σόι, με τους θείους μου Δημήτρη και Γιώργο Τηγανούρια, τον ξάδερφο μου Παντελή Μαυρογιάννη, και τους εκλιπόντες παππού μου Παναγιώτη και γιαγιά μου Παναγιώτα, με υποστήριξαν θερμά. Το γεγονός ότι άνηκα σε μια τόσο γνωστή στο νησί μουσική οικογένεια, μου έδωσε το πλεονέκτημα να μπορώ να κινούμαι πιο άνετα σε σχέση με το αντικείμενο της έρευνας. Σε θέματα οργάνωσης και χειρισμού προγραμμάτων του ηλεκτρονικού υπολογιστή υπήρξε πολύτιμη και καθοριστική η βοήθεια του συζύγου μου Στρατή Αραβία, γι’ αυτό και τον ευχαριστώ θερμά.
Επίσης ορισμένοι φίλοι και συνάδελφοι συζήτησαν μαζί μου τις ιδέες που παρουσιάζονται σ’ αυτή τη διατριβή. Θέλω να ευχαριστήσω τη Φανή Μώραλη, τον Χάρη Σαρρή, τη Νατάσα Παπά και τη Θοδώρα Ζιούρα για τις κριτικές τους παρατηρήσεις και υποδείξεις. Θα ήθελα ακόμα να ευχαριστήσω τον Μανόλη Μαργαρίτη για την παραχώρηση ενός μεγάλου αριθμού φωτογραφιών από το προσωπικό του αρχείο. για τις φωτογραφίες της μουσικής οικογένειας Τηγανούρια ευχαριστώ τη θεία μου Ζαφειρία Μαυρογιάννη. Επίσης ευχαριστώ την οικογένεια του εκλιπόντα Κώστα Αραβία για την παραχώρηση των φωτογραφιών από το αρχείο της εφημερίδας «Η φωνή της Σαμοθράκης», καθώς και τον Πέτρο Αποστολούδια τόσο για την παραχώρηση φωτογραφιών, όσο και για τη βοήθειά του στην ερμηνεία των θεμάτων που παρουσιάζονται σ’ αυτές. Για τις παρατηρήσεις και τα σχόλια φιλολογικού τύπου ευχαριστώ θερμά τη Δέσποινα Ιωαννίδου-
Παπαδοπούλου, τη Μαίρη ςταθοπούλου και τον Θανάση Πολίτη, ενώ για θέματα ερμηνείας ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας την Άννα Τσάκωνα.
Τέλος ένα μεγάλο «ευχαριστώ» για την ευχάριστη και άνετη φιλοξενία κατά την διαμονή μου στην Αθήνα, στην Ανδριανή Σπυρίδωνος και την οικογένειά της.
Η διατριβή αφιερώνεται στους γονείς μου για την αγάπη και τη στήριξή τους όλα αυτά τα χρόνια και στη Δόμνα Ευνουχίδου που μ’ εμπιστεύτηκε και μεταξύ άλλων, μου δίδαξε τη βαθιά προσήλωση «επί τω έργω».