0
0
0
s2sdefault

Με τον όρο κλασική εποχή της μουσικής αναφερόμαστε στην κλασική περίοδο της Δυτικής μουσικής, η οποία ξεκίνησε περίπου το 1750 και τερματίστηκε μεταξύ του 1810 και 1830. Η κλασική εποχή ακολούθησε την Μπαρόκ περίοδο και προηγήθηκε του ρομαντισμού. Αποτέλεσε την περίοδο κατά την οποία ξεχώρισαν οι μορφές πολύ σημαντικών συνθετών, όπως του Γιόζεφ Χάυντν, του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ και του Μπετόβεν. Επιπλέον μπορεί να ενταχθεί σε μια γενικότερη πολιτιστική αλλαγή που συντελέστηκε από τα μέσα του 18ου αιώνα, έχοντας ως σημαντική επιρροή τις ιδέες του Διαφωτισμού, με αποτέλεσμα την δημιουργία εξαιρετικών μουσικών

επιτευγμάτων.

Σημαντικοί συνθέτες αυτής της εποχής είναι:

Ο Αντρέα Λουκέσι (Andrea Luchesi) (Μόττα ντι Λιβένζα - Ιταλία, 23 Μαΐου 1741Βόννη 21 Μαρτίου 1801) ήταν Ιταλός συνθέτης και οργανίστας της κλασικής περιόδου. Στην ηλικία των 15 μετακόμισε στη Βενετία, όπου μελέτησε με τους καλύτερους μουσικούς και έγινε γρήγορα γνωστός για τις ικανότητές του στο εκκλησιαστικό όργανο, το τσέμπαλο και τη σύνθεση. Το 1771 προσκλήθηκε στη Βόννη από τον Αρχιεπίσκοπο της Κολωνίας. Από το 1774 έως το 1794 ήταν Kapellmeister (αρχιμουσικός) στην Αυλή της Βόννης, όπου φέρεται ότι είχε ως μαθητή τον νεαρό Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Σύνθεσε κωμικές και δραματικές όπερες, οργανική και εκκλησιαστική μουσική, καντάτες, κοντσέρτα, συμφωνίες, σονάτες για το όργανο, για το τσέμπαλο και το βιολί, λειτουργίες, κ.λπ. Ένα μεγάλο μέρος των συνθέσεών του έχει χαθεί, ωστόσο σε πρόσφατες μελέτες ο Giorgio Taboga ισχυρίζεται ότι ο Λουκέσι ήταν ο πραγματικός συνθέτης των σημαντικότερων συμφωνιών των Χάυντν και Μότσαρτ, οι οποίοι αγόραζαν συνθέσεις του ιταλού συνθέτη για να τις παρουσιάσουν ως δικές τους, καθώς και μερικών πρώιμων έργων του Μπετόβεν, όπως είναι τα τρία κουαρτέτα για πιάνο και έγχορδα WoO36 και οι Καντάτες για τους Αυτοκράτορες Ιωσήφ τον 2ο και Λεοπόλδο τον 2ο. [3] Οι ισχυρισμοί του Taboga ότι ο Λουκέσι είναι ο δημιουργός του βιενέζικου κλασικισμού συναντούν ελάχιστη υποστήριξη και δε συζητούνται σοβαρά από την επιστημονική κοινότητα των μουσικολόγων.

Ο Φρανσουά Ζοζέφ Γκοσέκ (François-Joseph Gossec, 17 Ιανουαρίου 1734 - 16 Φεβρουαρίου 1829) ήταν Γάλλος μουσικοσυνθέτης και αργότερα μουσικός στη Γαλλική Επανάσταση του 1789. Συνετέλεσε τα μέγιστα στην εξέλιξη της ορχηστρικής μουσικής στη Γαλλία, επεκτείνοντας τη γαλλική ορχήστρα με την ενσωμάτωση οργάνων όπως το κόρνο και το κλαρινέτο. Οργάνωσε τη Συναυλία των ερασιτεχνών (1770), τη Συναυλία της εκκλησιαστικής μουσικής (1773) και τη Βασιλική Σχολή Τραγουδιού, η οποία το 1795 ονομάστηκε Ωδείο του Παρισιού. Έγραψε πολλά πατριωτικά τραγούδια και επαναστατικούς ύμνους, συμφωνίες, εκκλησιαστική μουσική, όπερες και μουσική δωματίου. To έργο του περιλαμβάνει ακόμα ένα ρέκβιεμ και ένα ορατόριο (La Nativité). Υπήρξε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.

 Ο Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ (Christoph Willibald Gluck, 2 Ιουλίου 171415 Νοεμβρίου 1787) ήταν βοημικής καταγωγής συνθέτης όπερας. Σε ηλικία 13 ετών εγκατέλειψε την πατρική εστία για να γίνει πλανόδιος μουσικός. Κατά βάση αυτοδίδακτος, εργάστηκε στην Πράγα και στη Βιέννη προτού καταλήξει στην Ιταλία. Εκεί γνωρίστηκε με τον συνθέτη Τζιοβάνι Μπατίστα Σαμαρτίνι, υπό την προστασία του οποίου ξεκίνησε το 1741 τη σταδιοδρομία του ως συνθέτης του λυρικού θεάτρου γνωρίζοντας πολλές και σημαντικές επιτυχίες. Το 1752 εγκαταστάθηκε οριστικά στη Βιέννη, παντρεύτηκε μια ευκατάστατη γυναίκα και συνδέθηκε στενά με την αυτοκρατορική αυλή. Οι όπερές του αυτής της περιόδου ήταν γραμμένες στα γαλλικά ή στα ιταλικά. Η συνεργασία του με τον λιμπρετίστα Γκαλζαμπίγκι σημάδεψε ανεξίτηλα την πορεία της όπερας ως μουσικού είδους. Η καινοτομία του Γκλουκ ήταν να προσθέσει δράμα στην όπερα, οδηγώντας τη σε νέα ύψη. Οι πιο δημοφιλείς του όπερες είναι οι Ορφέας και Ευριδίκη (1762), "Ο θρίαμβος της Κλέλιας" 1763, Άλκηστη (1767), Ιφιγένεια εν Αυλίδι (1774) και Ιφιγένεια εν Ταύροις (1779). Από το 1781 αφού έπαθε εγκεφαλικό, έγραψε πολύ λίγο. Τελικά το 1787 ύστερα από δεύτερο εγκεφαλικό πέθανε σε ηλικία 73 ετών.

Ο Μούτσιο Κλεμέντι (Muzio Clementi, Ρώμη, 23 Ιανουαρίου 1752 - Ίβσαμ, 10 Μαρτίου 1832) ήταν Ιταλός συνθέτης, πιανίστας, παιδαγωγός, διευθυντής ορχήστρας, μουσικός εκδότης και κατασκευαστής πιάνων. Είναι περισσότερο γνωστός για τις σονάτες, τις σονατίνες και τις σπουδές του για το πιάνο. Ο Μούτσιο Κλεμέντι γεννήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1752 στη Ρώμη. Ο πατέρας του, Νικολό Κλεμέντι ήταν σιδεράς και αναγνώρισε πρώτος το μουσικό ταλέντο του γιου του. Έτσι, το 1770, σε ηλικία 18 ετών, έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως οργανίστας στην εκκλησία του Αγίου Λαυρεντίου στη Ρώμη, όπου και εντυπωσίασε με το παίξιμό του. Προηγουμένως, το 1766, ο Άγγλος ευγενής Σερ Πίτερ Μπέκφορντ ανακάλυψε το μουσικό ταλέντο του Κλεμέντι και τον έπεισε να έρθει μαζί του στην έπαυλή του στην Αγγλία. Τα επόμενα επτά χρόνια έμεινε στην έπαυλη τού Σερ Πίτερ Μπέκφορντ, όπου συνέθετε κομμάτια, τα περισσότερα από τα οποία έχουν εξαφανιστεί. Το 1781, ο Κλεμέντι ξεκίνησε την περιοδεία του στην Ευρώπη. Όταν έφτασε στην Βιέννη, συναντήθηκε με τον Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, όπου έπαιξαν πιάνο μπροστά στον ίδιο τον βασιλιά της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Ιωσήφ Β΄. Από το 1782 και για τα επόμενα 20 χρόνια, ο Κλεμέντι αφοσιώθηκε στη διδασκαλία. Ο Κλεμέντι είχε ξεκινήσει μάλιστα δική του επιχείριση κατασκευής πιάνων, ωστόσο το 1807 το εργοστάσιό του κάηκε. Στις 10 Μαρτίου 1832, ο Κλεμέντι πέθανε στο Ίβσαμ του Ουόρτσεστερ στην Αγγλία. Ετάφη στο Αββαείο του Γουέστμινστερ. Αργότερα ετάφησαν μαζί του οι μαθητές του Johann Baptist Cramer, John Field και Ignaz Moscheles. Είχε παντρευτεί τρεις φορές και πιστεύεται πως απέκτησε τέσσερα παιδιά. O Μούτσιο Κλεμέντι θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους του πιάνου, καθώς και ο πρώτος βιρτουόζος του οργάνου. Έγραψε περίπου 110 σονάτες, από τις οποίες οι πιο όψιμες ήταν λιγότερο εξεζητημένες από τις πιο σύγχρονες. Πολλοί από τους μεγαλύτερους συνθέτες όλων των εποχών, ο Μπετόβεν, ο Μότσαρτ, ο Τσέρνυ και ο Λίστ αναγνώρισαν το ιδιαίτερο ταλέντο του στην σύνθεση.

Ο Λουίτζι Ροντόλφο Μποκερίνι (Luigi Rodolfo Boccherini, Λούκκα, 19 Φεβρουαρίου 1743Μαδρίτη, 28 Μαΐου 1805), ήταν Ιταλός συνθέτης και βιολοντσελίστας, της κλασικής περιόδου. Η μουσική του, παρόλο σαφώς επηρεασμένη από το, «αυλικού» περιεχομένου, γκαλάν ύφος των ευρωπαϊκών κέντρων της εποχής, θεωρείται αρκετά ωριμότερη από αυτή πολλών συγχρόνων του. Συνεπώς, το γεγονός ότι είναι γνωστός παγκοσμίως μόνον από το διάσημο μινουέτο [12] του έργου του, Κουϊντέτο Εγχόρδων σε Μι μείζονα, έργο 11 αριθ. 5 (G 275), μάλλον τον αδικεί, λαμβανομένης υπ’ όψιν και της ανεκτίμητης προσφοράς του στη μουσική φιλολογία του τσέλου.

Ο Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ ήταν (5 Σεπτεμβρίου 1735 - 1 Ιανουαρίου 1782), ήταν Γερμανός συνθέτης της κλασσική εποχής. Ήταν το 18ο παιδί του συνθέτη Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, καθώς επίσης και ο νεότερος από τους 11 ιούς του.[11] Μετά από μια παραμονή στην Ιταλία μετακόμισε στο Λονδίνο το 1762,[12] όπου έγινε γνωστός ως Μπαχ του Λονδίνου.[13] Είναι γνωστός και ως Άγγλος Μπαχ, και πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του ζώντας στο Λονδίνο. Έπαιξε ρόλο στο στυλ των κοντσέρτων του Χάυντν και του Μότσαρτ.

Ο Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ (Carl Philipp Emanuel Bach, Βαϊμάρη, 8 Μαρτίου 1714 - Αμβούργο, 14 Δεκεμβρίου 1788) ήταν Γερμανός συνθέτης, γιος του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο παραγωγικότερος και πιο φημισμένος από τους απογόνους του. Συγκαταλέγεται στους μείζονες συνθέτες του δεύτερου μισού τού 18ου αιώνα. Το πλούσιο έργο του περιλαμβάνει περισσότερες από 1000 συνθέσεις, κυρίως ορχηστρικής μουσικής, και καλύπτει ένα ευρύ φάσμα μουσικών ειδών, από απλά τραγούδια μέχρι ορατόρια και συμφωνίες. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό στυλ που διακρίνεται για την ευαισθησία και το συναίσθημά του. Υπήρξε μαθητής του Γ. Σ. Μπαχ και για πολλά χρόνια κατείχε τη θέση του τσεμπαλίστα στην Αυλή του βασιλιά Φρειδερίκου Β΄ της Πρωσίας. Το 1768 διαδέχτηκε τον Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν στη θέση του Κάντορα στη Λατινική Σχολή του Αγίου Ιωάννη και του μουσικού διευθυντή στο Αμβούργο, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του.

1 Βιογραφία