0
0
0
s2sdefault

Η Εθνική μουσική σχολή είναι μουσική σχολή στην Ελλάδα η οποία ασχολείται με τη μουσική γλώσσα με εθνικό χαρακτήρα. Η επιθυμία ύπαρξης μουσικής γλώσσας με εθνικό χαρακτήρα υπήρξε ουσιαστικά ο λόγος που οδήγησε στη δημιουργία της ελληνικής Εθνικής μουσικής σχολής στις αρχές του 20ου αι..[1] Για πρώτη φορά οι Έλληνες συνθέτες συνειδητά και με συνέπεια θέτουν το ζήτημα δημιουργίας εθνικής μουσικής. Πολλοί υπήρξαν βέβαια οι παράγοντες που συνέβαλαν ή επηρέασαν το έργο τους, όπως ήταν το πνευματικό έργο της εποχής και κυρίως η ποίηση (Κωστής Παλαμάς, Άγγελος Σικελιανός κ.ά.), τα περιοδικά της εποχής (Νουμάς), το θέατρο

(Βασιλικό, Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου), αλλά και οι διάφορες εθνικές μουσικές σχολές της Ευρώπης. Στα πρώτα της βήματα η σχολή αναζήτησε τις βάσεις για να στηριχθεί, στην παραδοσιακή ελληνική μουσική και συγκεκριμένα στο δημοτικό τραγούδι και τη βυζαντινή υμνωδία, αφού το έντεχνο στοιχείο που χαρακτηρίζει τις ευρωπαϊκές σχολές, δεν υφίστατο ακόμη στην ελληνική μουσική. Αυτό βέβαια ενείχε συγκεκριμένο περιορισμό για τους Έλληνες δημιουργούς που ήταν η μονοφωνία αυτών των δύο ελληνικών πηγών. Οι πρώτοι συνθέτες που με το έργο τους θεμελιώνουν τη νεοελληνική Εθνική μουσική σχολή είναι οι: Διονύσιος Λαυράγκας, Γεώργιος Λαμπελέτ, Μανώλης Καλομοίρης, Μάριος Βάρβογλης και Αιμίλιος Ριάδης. Οι Έλληνες δημιουργοί στην προσπάθειά τους να συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάπτυξη της μουσικής στην Ελλάδα, πέρα από το έργο τους στη σύνθεση, επεκτείνουν τη δράση τους στη μουσική εκπαίδευση, τη συλλογή, μελέτη και εναρμόνιση δημοτικών τραγουδιών, τη δημιουργία μελοδραματικής κίνησης, την αρθρογραφία σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής και γενικά στην με κάθε τρόπο προβολή και στήριξη της ελληνικής μουσικής ιδέας. Τα κοινά χαρακτηριστικά των Ελλήνων συνθετών, όσον αφορά στη μουσική τους δημιουργία, μπορούν να συνοψισθούν στα εξής:

  • τη χρησιμοποίηση λαϊκών τραγουδιών και μοτίβων που δεν στηρίζονται στην ευρωπαϊκή μείζονα και ελάσσονα κλίμακα
  • τη χρήση ασύμμετρης μετρικής αγωγής (μέτρων) όπως τα επτά όγδοα (7/8), πέντε όγδοα (5/8) κ.ά.
  • την ιδιότυπη αρμονική γλώσσα, απόρροια των νέων κλιμάκων, με έμφαση στο τροπικό στοιχείο.

Πρώτος μεταξύ άλλων ο Γεώργιος Λαμπελέτ (1875-1945) παρακινεί με τη μελέτη του "H Εθνική Μουσική" τους Έλληνες μουσουργούς να εμπνευστούν από το δημοτικό τραγούδι γιατί όπως δηλώνει «η δημοτική μούσα στη ποίηση και στη μουσική μας, παρουσιάζει ολόκληρη τη σύγχρονη ελληνική ψυχή». Παράλληλα τους ωθεί να καλλιεργήσουν την ελληνική μελωδία εφαρμόζοντας τεχνικές ευρωπαϊκού τύπου όπως η πολυφωνία και η τεχνική ανάπτυξής της με βάση την αντίστιξη και τη φούγκα. Πιστεύει ότι έτσι η μουσική που θα δημιουργηθεί θα είναι η αληθινή εθνική μουσική του μέλλοντος. Επόμενος πολύ σημαντικός δημιουργός, ο Διονύσιος Λαυράγκας (1860-1941) που η προσφορά του σηματοδοτήθηκε από την επί σαράντα χρόνια ακούραστη προσπάθειά του για τη δημιουργία και προκοπή του Ελληνικού μελοδράματος. Επίσης, ευτύχησε να δει ολοκληρωμένο το όνειρο της ζωής του, την ίδρυση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ο δημιουργός που εδραιώνει οριστικά την νεοελληνική μουσική προσανατολίζοντας την στα πρότυπα των εθνικών σχολών της Ευρώπης είναι ο Μανώλης Καλομοίρης (1883-1962). Γεννημένος στη Σμύρνη και με σπουδές στη Βιέννη είναι εκείνος που ονειρεύτηκε να δημιουργήσει μια αληθινά εθνική μουσική βασισμένη από τη μία στα δημοτικά μας τραγούδια και από την άλλη στολισμένη με τα τεχνικά μέσα των λαών της Ευρώπης και κυρίως των Γερμανών, Γάλλων, Ρώσων και Νορβηγών. Η πλούσια συνθετική δημιουργία είναι έντονα επηρεασμένη από τους θρύλους, την ποίηση και τον έντεχνο νεοελληνικό λόγο (Καζαντζάκης, Σικελιανός, Παλαμάς, Χατζόπουλος). Εξίσου σημαντική μουσική παρουσία ο Μάριος Βάρβογλης (1885-1967) συνδημιουργός της Εθνικής Μουσικής Σχολής με τον Μανώλη Καλομοίρη. Επηρεασμένος κυρίως από τη Γαλλική μουσική κυρίως λόγω σπουδών, το έργο του χαρακτηρίζουν η κομψότητα, το μέτρο και η απλότητα. Εν συνεχεία ο Αιμίλιος Ριάδης (1886-1935) είναι ο συνθέτης που φέρεται να διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στη δημιουργία και εδραίωση της Εθνικής Μουσικής Σχολής. Με σπουδές σε διάφορα μέρη του κόσμου και συνεπεία αυτού την επαφή του με διαφορετικά μουσικά στυλ, κατάφερε να δημιουργήσει ένα ξεχωριστό εντελώς προσωπικό ύφος. Από την άλλη το έργο του συνθέτη Δημήτρη Λεβίδη (1886-1951) χαρακτηρίζει η συστηματική μελέτη των αρχαίων ελληνικών και ανατολικών κλιμάκων δημιουργώντας μια ιδιόρρυθμη αρμονική γλώσσα, με έξοχες αντιστικτικές επινοήσεις και ηχοχρώματα. Ακόμα ένας συνθέτης που ακολουθεί τις τάσεις της Εθνικής Μουσικής Σχολής, ο Γεώργιος Σκλάβος (1888-1976) έγραψε κυρίως όπερες και σκηνική μουσική. Επίσης, χρημάτισε διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής από το 1946 έως το 1949. Ακολουθούν πολλοί ακόμη αξιόλογοι καλλιτέχνες όπως ο Πέτρος Πετρίδης, Ο Γεώργιος Πονηρίδης, ο Ανδρέας Νεζερίτης, ο Αντίοχος Ευαγγελάτος, ο Θεόδωρος Καρυωτάκης, ο Γιάννης Κωνσταντινίδης ο Νίκος Αστρινίδης και ο Σόλων Μιχαηλίδης. Νέοι δρόμοι όμως ανοίγονται τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα με το συνθετικό έργο του Δημήτρη Μητρόπουλου. Διαφέρει ριζικά από το έργο των συνθετών της Εθνικής Μουσικής Σχολής, αφού είναι κύρια επηρεασμένο από τον Κλωντ Ντεμπυσύ και τις νεότερες μουσικές τάσεις. Τέλος, το καινούργιο κεφάλαιο στην ελληνική μουσική ιστορία ανοίγεται με τον Νίκο Σκαλκώτα (1904-1949), το έργο του οποίου αναγνωρίζεται σήμερα ως ένα από τα σημαντικότερα της μουσικής δημιουργίας του 20ού αιώνα.

Ο Γεώργιος Λαμπελέτ (Κέρκυρα, 24 Δεκεμβρίου 1875 - Αθήνα 31 Οκτωβρίου 1945) ήταν Έλληνας συνθέτης και μουσικοκριτικός, μικρότερος αδελφός του Ναπολέοντα Λαμπελέτ, επίσης συνθέτη, από τη μουσική οικογένεια Λαμπελέτ. Έγραψε κύκλους τραγουδιών, χορωδιακά και οργανικά έργα, καθώς και μουσικοθεωρητικά πονήματα, σχετικά με το εθνικό στοιχείο στην ελληνική λόγια και δημώδη μουσική. Στις μέρες μας Θεωρείται ένας από τους πρωτεργάτες της Εθνικής Μουσικής Σχολής. Ο Λαμπελέτ έλαβε τα πρώτα του μαθήματα μουσικής από τους γονείς του και στη συνέχεια ανώτερη μουσική εκπαίδευση στο ωδείο S. Pietro a Majella της Νάπολης (1895-1901). Επιστρέφοντας στα πάτρια δίδαξε μουσική στη Βαρβάκειο Σχολή, ενώ για ορισμένα χρονικά διαστήματα ανέλαβε καθηγητική και διευθυντική θέση στο Ωδείο Πειραιώς. Με το πόνημά του «Εθνική Μουσική», ο Λαμπελέτ οραματίζεται τη δημιουργία μιας «εθνικής μουσικής», πρεσβεύοντας την άντληση μουσικών ιδεών από την μουσική παράδοση της χώρας, στα πρότυπα αντίστοιχων συνθετών της δυτικής Ευρώπης. Την εθνικά στοχευμένη άποψή του συμμερίζεται και το περιοδικό «Κριτική», το οποίο εκδίδεται περί το 1903. Ο ίδιος μάλιστα χρημάτισε εκδότης του μηνιαίου περιοδικού «Μουσικά Χρονικά» (1928-29), όπου αναλύει τη σκέψη του σε μια σειρά από άρθρα. Αν και το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής του έχει χαθεί, στα σωζόμενα έργα διαφαίνεται η ιδιάζουσα αισθητική του, όπως αυτή προκύπτει κυρίως μέσα από εναρμονίσεις δημώδων τραγουδιών. Έντονο είναι το τροπικό στοιχείο, αλλά και οι ευφάνταστες ενορχηστρώσεις, στοιχεία μιας μανιέρας που προσδίδουν μια «ελληνική» χροιά και μεταφέρουν τον ακροατή σε παραδοσιακά στιγμιότυπα της Ελλάδας των αρχών του 20ου αιώνα. Μελοποίησε πολλά παιδικά ποιήματα του Ζαχαρία Παπαντωνίου.[4] Ως κριτικός της τέχνης —και δη της μουσικής— ο Λαμπελέτ υπήρξε πολέμιος της «δυτικοποίησης» της τέχνης, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβανόταν στα έργα της Σχολής των Επτανήσων. Εξάλλου, υπήρξε για δεκαετίες σθεναρά αντίθετος στον διορισμό του Γ. Νάζου (και αργότερα του Μ. Καλομοίρη) ως διευθυντή του Ωδείου Αθηνών, στάση με την οποία εξωθήθηκε εν πολλοίς στο καλλιτεχνικό περιθώριο της εποχής του.

Ο Διονύσιος Λαυράγκας (17 Οκτωβρίου 1860 - 18 Ιουλίου 1941) ήταν Έλληνας συνθέτης, ο οποίος ανήκει στην λεγόμενη Επτανησιακή μουσική Σχολή, αν και πολλοί (περιορισμένα) τον κατατάσσουν και στην εθνική μουσική σχολή. Ο Δ. Λαυράγκας θεωρείται ο θεμελιωτής του Ελληνικού μελοδράματος. Το συνθετικό του έργο απετέλεσαν κυρίως συμφωνική μουσική, μελοδράματα καθώς και τραγούδια, περισσότερο καντάδες. Έγραψε έργα, για βιολί, πιάνο, καθολική λειτουργία και άσματα θείας λειτουργίας. Θεωρείται επίσης από τους πρώτους συνθέτες που στα έργα τους ενσωμάτωσαν στοιχεία ελληνικής δημοτικής μουσικής.

Ο Μανώλης Καλομοίρης (14 Δεκεμβρίου 1883 – 3 Απριλίου 1962) ήταν Έλληνας μουσικός και συνθέτης. Ο μουσικός γλωσσοπλάστης της νεώτερης Ελλάδας, όπως χαρακτηρίστηκε, υπήρξε η επιβλητικότερη μορφή της Εθνικής Σχολής. Η μουσική του δημιουργία, αν και πνευματικό τέκνο του βαγκνερικού μουσικού δράματος και της ρωσικής εθνικής «σχολής των Πέντε», είναι δημιουργία βαθύτατα προσωπική, θεμελιωμένη κυρίως επάνω στο δημοτικό τραγούδι. Συνέθεσε πολλά έργα, μεταξύ αυτών πέντε όπερες, τρεις συμφωνίες, ένα κοντσέρτο για πιάνο, κύκλους τραγουδιών για φωνή και ορχήστρα ή για φωνή και πιάνο, έργα για πιάνο, μουσική δωματίου, χορωδιακά, καθώς και έργα για παιδιά. Υπήρξε ακόμη συγγραφέας παιδαγωγικών βιβλίων για την θεωρία της μουσικής.

Ο Μάριος Βάρβογλης (Βρυξέλλες, 10 Δεκεμβρίου 1885 - Αθήνα, 30 Ιουλίου 1967) ήταν Έλληνας συνθέτης. Θεωρείται μαζί με τους Αιμίλιο Ριάδη, Διονύσιο Λαυράγκα, Γεώργιο Λαμπελέτ, και Μανώλη Καλομοίρη, ένας από τους δημιουργούς της σύγχρονης νεοελληνικής μουσικής σκηνής.[5]

Ο Αιμίλιος Ριάδης (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο που υιοθέτησε ο Αιμίλιος Κούης ή Κου, 13 Μαΐου 1880 - 17 Ιουλίου 1935) είναι από τους σημαντικότερους συνθέτες της Ελληνικής Εθνικής Σχολής και αξιόλογος ποιητής. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Χάινριχ Κου και χρησιμοποίησε αρχικά το ψευδώνυμο Αιμίλιος Χ. Ελευθεριάδης, το οποίο μετέπειτα άλλαξε σε Αιμίλιος Ριάδης. Γεννήθηκε το 1880 και πέθανε το 1935 στην Θεσσαλονίκη.

Ο Γεώργιος Σκλάβος (Μπράιλα, 10 Αυγούστου 1888 - Αθήνα, 18 Μαρτίου 1976) ήταν διακεκριμένος Έλληνας μουσουργός, καθηγητής, κριτικός μουσικής και μουσικολόγος, βασικός εκπρόσωπος της Εθνικής Σχολής. Γεννημένος στη Ρουμανία από γονείς Κεφαλλήνες, σπούδασε σε ελληνικά σχολεία της ομογένειας και συμμετείχε από μικρός σε χορωδίες εκκλησιαστικής μουσικής. Όταν ήρθε στην Αθήνα γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών (1907), όπου μαθήτευσε αρχικά δίπλα στον Σάκερντοτ και εν συνεχεία τον Μαρσίκ. Μόλις αποφοίτησε το 1913, προσελήφθη αμέσως ως διδάκτωρ (ιστορίας της μουσικής, αρμονίας και σύνθεσης) του Ωδείου όπου παρέμεινε για 55 ολόκληρα χρόνια, διατελώντας παράλληλα και έφορος της βιβλιοθήκης του. Υπήρξε επίσης, διδάκτωρ του Ωδείου Πειραιώς (1924-1968) και γενικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (1946-1949). Από το 1909 εμφανίζεται ως χορωδός του Γ΄ Ελληνικού Μελοδράματος. Το 1912 διορίστηκε στην χορωδία της Ρωσικής Εκκλησίας, διευθυντής ορχήστρας στην παράσταση του Βασιλικού Θεάτρου (1912) Οιδίποδας Τύραννος, με πρωταγωνιστή τον Φυρστ, αλλά και ενορχηστρωτής του δημοτικού τραγουδιού Το Γεφύρι της Άρτας, που παίχτηκε στην ίδια παράσταση. [1][2] Μεταξύ των μαθητών του περιλαμβάνεται ένας μεγάλος αριθμός μουσικών προσωπικοτήτων, όπως οι Έ. Αγγελίδου, Μ. Αδάμης, Β. Αρχιτεκτονίδης, Π. (Τάκης) Γεωργίου, Θ. Ερμήλιος, Γ. Ζουφρέ, Ελ. (Λέλα) Ζωγράφου-Νησιώτη, Γ. Θανόπουλος, Α. Θεοφιλόπουλος, Γ. Ιωαννίδης, Τάκης Καλογερόπουλος, Α. Κόκκινος, Λ. Κουζινόπουλος, Γ. Μαλαφής, Ι. Μαργαζιώτης, Γ. Μαρκόπουλος, Μ. Μαύρος, Δ. Ν. Ντουφεξιάδης, Α. Ξένος, Α. Ρεμούνδος, Γ. Σισιλιάνος, Σ. Στεργίου, Ν. Τσιλίφης, Θ. Χατζηθεοδώρου, και άλλοι. Aπό τα πρώτα του έργα ήταν η Νιόβη (1917), κωμική όπερα σε λιμπρέτο Ι. Ευθυμίου, συμφωνικά αποσπάσματα της οποίας παίχτηκαν σε συναυλία του Ωδείου Αθηνών το 1920. To 1921 συνέθεσε σκηνική μουσική για το δράμα Κυρά Φροσύνη του Γ. Ασπρέα και έξι κομμάτια για πιάνο. Τον επόμενο χρόνο συνέθεσε το συμφωνικό ποίημα Αετός (το πιο γνωστό του έργο) και τα συμφωνικά έργα Κρητική Φαντασία και Αρκαδική Σουΐτα. Το μονόπρακτο Λεστανίτσα (1924) βραβεύθηκε σε διαγωνισμό του Ωδείου Αθηνών. Το 1926 συνέθεσε το ορχηστικό έργο Ηρωικό Ποίημα και δύο χρόνια αργότερα τα Δύο Ειδύλλια του Θεοκρίτου. Ακολούθησε το συμφωνικό ποίημα Νησιώτικος Γάμος (1937). Ο ίδιος θεωρούσε καλύτερο έργο του την όπερα Κρίνο στ΄ακρογιάλι (1937-41). Μετέφρασε επίσης στα ελληνικά τα λιμπρέτα πολλών μελοδραμάτων όπως, Απαγωγή από το Σεράι, Γάμοι του Φίγκαρο, Μαγικός Αυλός, Ελεύθερος Σκοπευτής, Οιδίπους επί Κολωνώ, Άλκηστις κ.ά. Το 1933 μετέφρασε, συμπλήρωσε και εξέδωσε την Επίτομο Ιστορία της Μουσικής του Ούγκο Ρήμαν. Μέσα από αυτή την εργασία συμμετείχε στις πρώτες απόπειρες καθιέρωσης μουσικής ορολογίας στην καθαρεύουσα[3]. Το πλούσιο έργο που άφησε πίσω του περιλαμβάνει ακόμα, διαλέξεις , άρθρα και μουσικές κριτικές σε εφημερίδες και περιοδικά καθώς και πολλά λήμματα σε εγκυκλοπαίδειες και λεξικά.

Ο Πέτρος Ιωάννης Πετρίδης (Νίγδη, 23 Ιουλίου 1892Αθήνα, 20 Αυγούστου 1977[2]) ήταν Έλληνας συνθέτης, κριτικός και ακαδημαϊκός. Γεννήθηκε το 1892 στη Νίγδη της Καππαδοκίας και σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου διδάχτηκε αρμονία και πιάνο, φοιτώντας παράλληλα από το 1906 μέχρι το 1911 στη Ροβέρτειο Σχολή. Μετά την αποφοίτησή του μετέβη στη Γαλλία για σπουδές στη νομική και τις πολιτικές επιστήμες, τις οποίες όμως διέκοψε το 1913 προκειμένου να συμμετάσχει ως εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, στη διάρκεια των οποίων τραυματίστηκε πολεμώντας στο μέτωπο της Ηπείρου. Κατόπιν απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα και επέστρεψε στο Παρίσι όπου αφοσιώθηκε στις μουσικές σπουδές[3]. Το 1918 ανέλαβε τη διεύθυνση του γραφείου Τύπου της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο και ταυτόχρονα έδινε διαλέξεις για την ελληνική μουσική στο Βασιλικό Κολέγιο ενώ από το 1919 ως το 1921 δίδαξε νεοελληνική γλώσσα στη Σορβόννη. Τα επόμενα χρόνια συνέθεσε σειρά μουσικών έργων που περιλάμβαναν συμφωνίες, μουσικές δωματίου, όπερα, κονσέρτα, σουίτες, φωνητικά, παραλλαγές βυζαντινών θεμάτων κλπ και διηύθυνε συναυλίες σε διάφορα κράτη[3][4][5]. Υπήρξε επί σειρά ετών συνεργάτης ελληνικών και ξένων εφημερίδων και περιοδικών όπως το Ελεύθερο Βήμα, η Καθημερινή, η Πρωΐα, οι The Musical Times του Λονδίνου και η Christian Science Monitor της Βοστώνης, δημοσιεύοντας άρθρα και κριτικές του πάνω στη μουσική[3][4]. Το 1958 εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών και το 1959 τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών[3][4][5] ενώ τιμήθηκε με τον Γαλλικό ταξιάρχη Γραμμάτων και Τεχνών[6]. Απεβίωσε στις 20 Αυγούστου του 1977. Μεταξύ άλλων έχει γράψει:

  • Διγενής Ακρίτας (διπλή επική συμφωνία[4])
  • Άγιος Παύλος (ορατόριο[4])
  • Ο Πραματευτής (χορόδραμα[3])
  • Ιωνική σουίτα[4]
  • Ζεφύρα (μουσικόδραμα[6])
  • Βυζαντινή μνημόνιος ακολουθία[5]

Ο Γεώργιος Πονηρίδης (Κωνσταντινούπολη, 1887[1] ή 1892 - Αθήνα, 31 Μαρτίου 1982) ήταν Έλληνας συνθέτης της λόγιας μουσικής. Σπούδασε από πολύ νωρίς βιολί και άρχισε να μελετά τη βυζαντινή μουσική. Συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία και στο Βέλγιο, για να επιστρέψει στην Ελλάδα το 1939. Εργάστηκε ως μουσικός σύμβουλος στα υπουργεία Παιδείας και Πολιτισμού.[2] Έγραψε πολλές συμφωνίες και έργα για πιάνο, τα οποία εκτελέστηκαν κατά την περίοδο κυρίως από τη δεκαετία του ' 30 ως και τη δεκαετία του '50.[3] Πέθανε στην Αθηναϊκή Κλινική έπειτα από ολιγόμηνη ασθένεια στις 31 Μαρτίου 1982.[2]

Ο Αντίοχος-Γεράσιμος Ευαγγελάτος (23 Δεκεμβρίου 1902 - 17 Δεκεμβρίου 1981) ήταν Έλληνας μουσουργός και αρχιμουσικός. Γεννήθηκε στο Ληξούρι στη Κεφαλλονιά στις 23 Δεκεμβρίου 1902 και ήταν γιος του δημοδιδάσκαλου Διονυσίου Ευαγγελάτου του Σπυρίδωνος και της Μαργέτας Λιβιεράτου του Αντωνίου. Τελειόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και διπλωματούχος του κρατικού Ωδείου της Λειψίας. Είχε σπουδάσει επίσης φιλοσοφία και ιστορία της τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Υπήρξε μαθητής του μεγάλου αρχιμουσικού Felix Weingartner στη Βασιλεία της Ελβετίας. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ανέλαβε καθηγητής και στη συνέχεια καλλιτεχνικός διευθυντής του Ελληνικού Ωδείου στη μακρά περίοδο 1933-1974, αρχιμουσικός της Εθνικής Λυρικής Σκηνής επίσης σε μακρά περίοδο από το 1940 μέχρι το 1972 και ακόμη μουσικός διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (1954-1959). Θεωρείται ο δημιουργός του Τρίτου Προγράμματος της σημερινής ΕΡΤ. Στο έργο του περιλαμβάνονται πολλές συνθέσεις συμφωνικών έργων, μουσικής δωματίου, καθώς και σκηνική μουσική για αρχαίες τραγωδίες. Ως Αρχιμουσικός είχε διευθύνει όλες τις ελληνικές αλλά και πολλές ξένες ορχήστρες. Υπήρξε πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών, του Εθνικού Συμβουλίου Μουσικής, καθώς και της Εφορείας της Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων. Υπήρξε επίσης μέλος κριτικών επιτροπών σε Διεθνείς Μουσικούς διαγωνισμούς όπως στη Βαρκελώνη, Γενεύη, Τεργέστη, Βουκουρέστι, Σόφια και Μόσχα. Ο Αντίοχος Ευαγγελάτος είχε τιμηθεί από τον Βασιλέα Παύλο με το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α΄ και με τον Ταξιάρχη του Φοίνικα. Επίσης είχε τιμηθεί με Βραβείο Σύνθεσης της Ακαδημίας Αθηνών. Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών και μιλούσε επίσης γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά και αγγλικά. Γιος του ήταν ο Σπύρος Ευαγγελάτος. Πέθανε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου του 1981. Έναν χρόνο μετά το θάνατό του εκδόθηκε το βιβλίο του Γιώργου Λεωτσάκου Αντίοχος Ευαγγελάτος, όπου παρουσιάζεται το έργο του μουσουργού.