0
0
0
s2sdefault

Ο δωδεκαφθογγισμός είναι μία μέθοδος μουσικής σύνθεσης που στοχεύει στην οργάνωση της ατονικότητας μέσω της χρήσης μίας επιλεγόμενης διαδοχής των 12 φθόγγων του δυτικού συγκερασμένου μουσικού συστήματος. Η εκάστοτε διαδοχή των φθόγγων που επιλέγεται από τον συνθέτη ονομάζεται «δωδεκάφθογγη σειρά» ή απλώς «σειρά». Η επιλογή, επεξεργασία και χρήση της σειράς έχει ως στόχο την κατάργηση των ιεραρχικών φθογγικών σχέσεων της τονικής μουσικής. Τη μέθοδο θεωρείται ότι ανέπτυξε ο Αυστριακός συνθέτης Άρνολντ Σένμπεργκ και οι μαθητές του στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ως «μέθοδο σύνθεσης με δώδεκα μόνον αναμεταξύ τους σχετιζόμενους φθόγγους» („Methode mit zwölf nur aufeinander bezogenen

Tönen“)[1]. Σε παρόμοια συστήματα οργανωμένης ατονικότητας κατέληξαν την ίδια περίπου περίοδο και λίγο πιο πριν οι επίσης Αυστριακοί συνθέτες Γιόζεφ Χάουερ και Ότμαρ Στάινμπάουερ, με διαφορετικές αφετηρίες ο καθένας και ανεξάρτητα από τον Σένμπεργκ[2], όμως η μέθοδος του Σένμπεργκ ήταν αυτή που επηρέασε περισσότερο τους σύγχρονούς του και τους μεταγενέστερους συνθέτες του μοντερνισμού. Ο ίδιος ο Σένμπεργκ ήταν ενάντιος στην ονομασία «δωδεκαφθογγισμός», χαρακτηρισμός που επινοήθηκε από τον Ρενέ Λάιμποβιτς ως “Dodekaphonie”.

Ο Άρνολντ Σένμπεργκ (Arnold Schönberg, 13 Σεπτεμβρίου 1874 - 13 Ιουλίου 1951) ήταν Αυστριακός συνθέτης, του οποίου η δράση συνδέθηκε με το μουσικό εξπρεσιονιστικό κίνημα όπως αυτό εκφράστηκε στην γερμανική ποίηση και τέχνη, ενώ στην συνέχεια αναδείχθηκε ως επικεφαλής της Δεύτερης Σχολής της Βιέννης. Ο Άρνολντ Σένμπεργκ είναι ιδιαίτερα γνωστός για την ανανέωση που έφερε από μορφολογικής κι εκφραστικής πλευράς, στη γερμανική Ρομαντική μουσική παράδοση, η οποία είχε σημαδευτεί έντονα από το έργο των Γιοχάνες Μπραμς και Ρίχαρντ Βάγκνερ. Η μεγαλύτερη συνεισφορά του Σένμπεργκ ωστόσο θεωρείται η επέκταση των ορίων της τονικότητας και κυρίως, η εισαγωγή της ατονικότητας. Είναι διάσημος για την θεμελίωση της δωδεκαφθογγικής τεχνικής, μιας μεθόδου με ευρύτατη επίδραση στην Σύγχρονη κλασική μουσική. Η μέθοδος αυτή αφορά στον χειρισμό ταξινομημένων σειρών από φθόγγους της χρωματικής δωδεκαφθογγικής κλίμακας, γι' αυτό και θεωρείται ότι έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη της σειραϊκής μουσικής. Ο Άρνολντ Σένμπεργκ επεξεργάστηκε επίσης τον όρο εξελικτική ποικιλία, καθώς υπήρξε ο πρώτος συνθέτης ο οποίος εφάρμοσε τρόπους επεξεργασίας των μουσικών μοτίβων χωρίς την κυριαρχία μιας κεντρικής μελωδικής ιδέας. Ο Άρνολντ Σένμπεργκ, υπήρξε επίσης ζωγράφος και σημαντικότατος θεωρητικός της μουσικής, ενώ επίσης τεράστια υπήρξε η επίδρασή του στη διδασκαλία της σύνθεσης. Αν και ο ίδιος δεν είχε κάποιον επίσημο δάσκαλο, πλην του φίλου του κι αργότερα συγγενή του Αλεξάντερ φον Τσεμλίνσκυ, ο οποίος τον βοηθούσε στη μελέτη της σύνθεσης, ο Άρνολντ Σένμπεργκ είχε μια αξιόλογη σειρά από μαθητές μεταξύ των οποίων ο Άλμπαν Μπεργκ, ο Άντον Βέμπερν, ο Τζων Κέιτζ, ο Λου Χάρισον και ο Ντέιβιντ Βαν Βακτορ. Πολλές από τις πρακτικές του Άρνολντ Σένμπεργκ, συμπεριλαμβανομένης της μορφοποίησης της συνθετικής μεθόδου και τη συνήθειάς του να προσκαλεί το κοινό μέσω των έργων του, ώστε να προσεγγίζουν την μουσική αναλυτικά, απηχούν την αβάν-γκαρντ μουσική σκέψη των αρχών του 20ου αιώνα. Οι πολεμικές του απόψεις σε σχέση με ζητήματα της ιστορίας της μουσικής και της αισθητικής υπήρξαν κρίσιμα για την διαμόρφωση του έργου πολλών σημαντικών μουσικολόγων και μουσικοκριτικών, συμπεριλαμβανομένων των Τέοντορ Αντόρνο, Τσαρλς Ρόουζεν και Καρλ Νταλχάους. Το αρχειακό υλικό του Άρνολντ Σένμπεργκ έχει συγκεντρωθεί και βρίσκεται στο Κέντρο Άρνολντ Σένμπεργκ στη Βιέννη.

Ο Άντον Βέμπερν (Anton Friedrich Wilhelm von Webern, Βιέννη, 3 Δεκεμβρίου 1883 - 15 Σεπτεμβρίου 1945) ήταν Αυστριακός συνθέτης. Γεννήθηκε στη Βιέννη. Σπούδασε σύνθεση υπό τον Άρνολντ Σένμπεργκ (Arnold Schönberg) όπου συναντήθηκε με τον Άλμπαν Μπεργκ (Alban Berg). Και οι δύο αυτές σχέσεις θα ήταν οι πιο σημαντικές στη ζωή του για τη διαμόρφωση της δικής του μουσικής κατεύθυνση. Μετά την αποφοίτησή του, ανέλαβε θέσεις σε θέατρα διαφόρων πόλεων όπως το Ischl, Teplitz, Danzig, Stettin και Πράγα πριν από την επιστροφή του στη Βιέννη. Εκεί βοήθησε τον Σένμπεργκ στην εταιρεία του για ιδιωτικές μουσικές παραστάσεις από το 1918 έως το 1922 και διεύθυνε τη "Συμφωνική Ορχήστρα Εργαζομένων της Βιέννης " από 1922 έως το 1934.

Η μουσική του είχε καταγγελθεί ως "πολιτιστικός Μπολσεβικισμός" και "εκφυλισμένη τέχνη" από το Ναζιστικό Κόμμα στη Γερμανία, πριν ακόμα την κατάληψη της εξουσίας στην Αυστρία το 1938. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ωστόσο, η πατριωτική του θέρμη τον οδήγησε στο να εγκρίνει το καθεστώς σε μια σειρά επιστολών, όπου περιγράφεται ο Χίτλερ ως "ο μοναδικός αυτός άνθρωπος" που δημιούργησε "το νέο κράτος" της Γερμανίας. Ως αποτέλεσμα της επισημοποίησης αυτής της επιστολής ήρθε σε δυσκολία να κερδίζει τα προς το ζην, και αναγκαστήκαμε να εργαστεί ως εκδότης και Διορθωτής για την εκδότες, Universal Edition.Ο Βέμπερν δεν ήταν ιδιαίτερα παραγωγικός συνθέτης. Μόλις τριάντα μία από τις συνθέσεις του είχαν δημοσιευθεί κατά τη διάρκεια της ζωής. Ωστόσο, η επιρροή του για μεταγενέστερους συνθέτες, και ιδιαίτερα για τη μεταπολεμική πρωτοπορία, ήταν τεράστια. Τα ώριμα του έργα, με τη χρήση της δωδεκάφθογγης τεχνικής του Άρνλοντ Σένμπεργκ, είναι υφασμένα με σαφήνεια και συναισθηματική ψυχρότητα που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό συνθέτες όπως ο Pierre Boulez, Luigi Nono, και Karlheinz Stockhausen.Όπως σχεδόν κάθε συνθέτης ο οποίος είχε μια καριέρα αξιόλογου χρονικού μήκους, η μουσική του άλλαξε στην πάροδο του χρόνου. Ωστόσο, χαρακτηρίζεται από λακωνική υφή, μέσω της οποίας μπορεί να ακουστεί ξεκάθαρα η κάθε νότα. Χρησιμοποιεί προσεκτικά επιλεγμένα ηχοχρώματα , που συχνά οδηγούσαν σε πολύ λεπτομερείς οδηγίες για τους εκτελεστές της μουσικής του και σε εξελιγμένες ενορχηστρωτικές μεθόδους (πχ απαλό παίξιμο πνευστών κλπ), ευρείες μελωδικές γραμμές και συχνά άλματα μεγαλύτερα της οκτάβας.Τα πρώτα έργα του Βέμπερν χαρακτηρίζονται από ένα όψιμο Ρομαντικό στυλ. Αυτά δεν δημοσιεύονται ούτε εκτελούνται κατά τη διάρκεια της ζωής του, αν και ορισμένα εκτελούνται πλέον σήμερα. Αυτά περιλαμβάνουν το ορχηστικό ποίημα Im Sommerwind (1904) και το Langsamer Satz (1905) για κουαρτέτο εγχόρδων. Το πρώτο κομμάτι μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του με Σένμπεργκ ήταν η Passacaglia για ορχήστρα (1908). Οι αρμονικές του γραμμές, είναι ένα βήμα μπροστά, σε μια πιο προχωρημένη γλώσσα, και η ενορχήστρωση είναι κάπως πιο διακριτική από τις προηγούμενες του ορχηστρικές εργασίες. Ωστόσο, ελάχιστη σχέση έχουν με τα ώριμα του έργα που είναι περισσότερο γνωστά σήμερα. Ένα στοιχείο που είναι χαρακτηριστικό είναι η ίδια η φόρμα από μόνη της : το passacaglia είναι μια φόρμα η οποία χρονολογείται από το 17ο αιώνα, και ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα του Βέμπερν στο μετέπειτα έργο του ήταν η χρήση παραδοσιακών τεχνικών σύνθεσης (ειδικά κανόνων) και φόρμας (η συμφωνία, το κονσέρτο, το τρίο και το κουαρτέτο εγχόρδων, το πιάνο και οι ορχηστρικές παραλλαγές) σε μια σύγχρονη και αρμονική μελωδική γλώσσα.Επί σειρά ετών, ο Βέμπερν έγραψε κομμάτια που ήταν ελεύθερα ατονικά, στο στυλ του Σένμπεργκ. Στο Drei Geistliche Volkslieder (1925) χρησιμοποίησε την δωδεκάφθογγη τεχνική του Σένμπεργκ για πρώτη φορά, και από εκεί και πέρα για πάντα. Το Τρίο Εγχόρδων (1927) ήταν ταυτόχρονα το πρώτο αμιγώς οργανικό του έργο στο οποίο χρησιμοποίησε την δωδεκάφθογγη τεχνική (τα προηγούμενα έργα του ήταν τραγούδια) και το πρώτο σε παραδοσιακή μουσική φόρμα.
 

Ο Άλμπαν Μπεργκ (Alban Berg - Άλμπαν Μαρία Γιοχάννες Μπεργκ, όπως είναι το πλήρες όνομά του (9 Φεβρουαρίου 1885 - 24 Δεκεμβρίου 1935) ήταν Αυστριακός συνθέτης.[17]Χρημάτισε μέλος της Δεύτερης Σχολής της Βιέννης, μαζί με τον Άρνολντ Σένμπεργκ και τον Άντον Βέμπερν. Οι συνθέσεις του συνδυάζουν το υστερο-ρομαντικό ύφος του Γκούσταβ Μάλερ, προσαρμοσμένο στην δωδεκαφθογγική τεχνική του Άρνολντ Σένμπεργκ. Ο Άλμπαν Μπεργκ γεννήθηκε στη Βιέννη, γόνος μιας σχετικά εύπορης οικογένειας έως τον θάνατο του πατέρα του Κόνραντ Μπεργκ το 1900. Στα παιδικά του χρόνια ενδιαφερόταν περισσότερο για τη λογοτεχνία και λιγότερο για τη μουσική. Ξεκίνησε να συνθέτει μουσική ως αυτοδίδακτος σε ηλικία δεκαπέντε χρονών. Σε ηλικία μόλις δεκαεπτά χρονών, απέκτησε μια κόρη, την Αλμπίν, με μια υπηρέτρια της οικογένειας Μπεργκ. Δεν είχε ιδιαίτερη μουσική κατάρτιση έως ότου έγινε μαθητής του Άρνολντ Σένμπεργκ, με τον οποίο από τον Οκτώβριο του 1904 παρακολούθησε μαθήματα Αντίστιξης, Θεωρίας και Αρμονίας[18]. Στα 1907 ξεκίνησε μαθήματα σύνθεσης. Οι πρώιμες συνθέσεις του περιλαμβάνουν πέντε σχεδιάσματα για Σονάτες για πιάνο, και Λήντερ δηλ. τραγούδια, από τα οποία τα πιο γνωστά είναι τα Επτά Πρώιμα Τραγούδια (Sieben Fruhe Lieder). Από αυτά, τρία απετέλεσαν τα πρώτα έργα του Άλμπαν Μπεργκ που εκτελέστηκαν δημόσια σε μια συναυλία μαθητών του Σένμπεργκ, ενώ τα σχεδιάσματα Σονάτας πήραν τελικώς την μορφή της Σονάτας για πιάνο αρ.1 (1907 - 8), για την οποία έχει ειπωθεί ότι υπήρξε ένα από τα πιο αξιόλογα πρώιμα έργα μετέπειτα γνωστών συνθετών. Ο Άλμπαν Μπεργκ μαθήτευσε κοντά στον Άρνολντ Σένμπεργκ μέχρι το 1911. Ο Σένμπεργκ είχε τον αμέριστο θαυμασμό του Μπεργκ, αποτελώντας γι' αυτόν δάσκαλο, μέντορα, αλλά και πατρικό πρότυπο (αφού ο πατέρας του Μπεργκ είχε πεθάνει σε νεαρή ηλικία), γι' αυτό και παρέμειναν στενοί φίλοι σε ολόκληρη τη ζωή τους. Ο Άλμπαν Μπεργκ υπήρξε μέλος μιας ελίτ διανοουμένων και καλλιτεχνών στη Βιέννη την περίφημη περίοδο που έμεινε γνωστή ως Το γύρισμα του αιώνα, δίνοντας το όνομά της στον καλλιτεχνικό εκείνο κύκλο. Άλλοι γνωστοί καλλιτέχνες και λόγιοι που άνηκαν στον ίδιο κύκλο ήταν ο μουσικός Αλεξάντερ φον Τσεμλίνσκυ, ο επίσης μουσικός Φραντς Σρέκερ, ο ζωγράφος Γκούσταβ Κλιμτ, ο αρχιτέκτονας Άντολφ Λόος και ο ποιητής Πήτερ Άλτενμπεργκ. Στα 1906 ο Μπεργκ γνωρίστηκε με την τραγουδίστρια Χελένε Ναχόβσκι, κόρη μιας εύπορης βιεννέζικης οικογένειας. Οι κακές γλώσσες έλεγαν ωστόσο γι' αυτήν ότι αποτελούσε τον καρπό του παράνομου έρωτα του αυτοκράτορα της Αυστρίας Φραγκίσκου Ιωσήφ του Α΄ με τη μητέρα της Χελένε, Άννα Ναχόβσκι. Η Χελένε και ο Άλμπαν, παρά την εξόφθαλμη εχθρότητα των οικογενειών τους, παντρεύτηκαν στις 3 Μαΐου 1911. Από το 1915 έως το 1918 ο Μπεργκ υπηρέτησε στον αυστριακό στρατό, ενώ ύστερα από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου εγκαταστάθηκε στην Βιέννη. Ο Άλμπαν Μπεργκ πέθανε στη Βιέννη ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1935, πιθανόν από μόλυνση στο αίμα, λόγω του τσιμπήματος ενός εντόμου, σε ηλικία πενήντα ετών. Ο Ντάγκλας Τζάρμαν έγραψε στο περίφημο Μουσικό Λεξικό Γκρόουβ για τον Μπεργκ τα εξής: "Στο κλείσιμο του 20ού αιώνα, ο "οπισθοδρομικός" Μπεργκ αναδείχθηκε τελικά ως ο πιο πρωτοποριακός συνθέτης του αιώνα αυτού".

 Ως μαθητής του Σένμπεργκ, όπως προαναφέρθηκε, ο Άλμπαν Μπεργκ επηρεάστηκε από αυτόν. Μεταξύ των διδακτικών αρχών του Άρνολντ Σένμπεργκ περιλαμβανόταν και η άποψη ότι η ενότητα μιας μουσικής σύνθεσης επιτυγχάνεται ανάλογα με το εάν τα μορφολογικά της μοτίβα προέρχονται από ένα βασικό μορφολογικό μοτίβο, ή μουσική ιδέα. Η ιδέα αυτή αργότερα περιγράφτηκε με τον όρο εξελικτική ποικιλία και αποτέλεσε μια από τις πιο θεμελιώδεις αρχές του δωδεκαφθογγισμού. Ο Άλμπαν Μπεργκ κληροδότησε αυτήν την διδακτική αρχή του δασκάλου του και στους δικούς του μαθητές. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Τέοντορ Αντόρνο, ο οποίος δήλωσε σχετικά: "Τα μοτίβα που απαρτίζουν μια μουσική σύνθεση πρέπει να προέρχονται από μια άλλη ιδέα, παραμένοντας ωστόσο διαφορετικά από αυτήν. Η Σονάτα για πιάνο αποτελεί ένα εύγλωττο παράδειγμα. Ολόκληρη η σύνθεση προέρχεται από την εναρκτήρια φράση του έργου, από το πρώτο αρμονικό διάστημα τετάρτης. Στα 1913, δύο από τα Πέντε Τραγούδια από Λεζάντες για Καρτ-ποστάλ του Πήτερ Άλτενμπεργκ παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στη Βιέννη υπό την διεύθυνση του Άρνολντ Σένμπεργκ. Το έργο αυτό, το οποίο είχε γραφτεί για συνοδεία από μια πολυμελή Ορχήστρα, κατά την πρώτη του εκτέλεση προκάλεσε κραυγές αποδοκιμασίας από το κοινό. Η αναταραχή ήταν τόσο μεγάλη κατά τη διάρκεια της συναυλίας, ώστε η εκτέλεση του έργου διακόπηκε. Τό έργο αυτό δεν εκτελέστηκε ξανά στην πλήρη του μορφή παρά το 1952, ενώ παρέμεινε ανέκδοτο έως το 1966. Κατά την διάρκεια μιας άδειάς του από τον αυστριακό στρατό στον οποίο υπηρετούσε, ξεκίνησε να συνθέτει την πρώτη περίφημη Όπερά του Βόιτσεκ. Ύστερα από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ασχολήθηκε με την ιδιωτική διδασκαλία στη Βιέννη, ενώ παράλληλα βοήθησε τον Άρνολντ Σένμπεργκ να ιδρύσει τον "Σύνδεσμο Ιδιωτικών Μουσικών Παραστάσεων", του οποίου στόχος ήταν η δημιουργία και η καλλιέργεια ενός εδάφους πρόσφορου για την διερεύνηση και αποδοχή ανοίκειων στο ευρύ κοινό μουσικών ακουσμάτων, μέσα από ανοιχτές πρόβες, επαναλαμβανόμενες μουσικές εκτελέσεις καθώς και μέσω του αποκλεισμού των επαγγελματιών κριτικών. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία για τον Άλμπαν Μπεργκ ήρθε με την εκτέλεση τριών αποσπασμάτων από τον Βόιτσεκ στα 1924. Η Όπερα αυτή, παρ' ό,τι είχε ολοκληρωθεί από το 1922, παρουσιάστηκε πρώτη σε πλήρη μορφή στις 14 Δεκεμβρίου 1925, υπό τη διεύθυνση του Έριχ Κλάιμπερ στο Βερολίνο. Σήμερα ο Βόιτσεκ θεωρείται ως μια από τις σημαντικότερες Όπερες της Σύγχρονης Κλασικής Μουσικής, μαζί με την επίσης διάσημη Όπερα του Μπεργκ, Λούλου, η οποία συνάντησε τους επευφημισμούς των κριτικών. Το πιο γνωστό έργο του Άλμπαν Μπεργκ ωστόσο, θεωρείται το ελεγειακό Κονσέρτο για Βιολί, το οποίο προσαρμόζει με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τρόπο στο προσωπικό ύφος του συνθέτη την δωδεκαφθογγική τεχνική του Άρνολντ Σένμπεργκ, αποτελώντας με αυτόν τον τρόπο έναν έξοχο συνδυασμό καθαρής ατονικότητας με αρμονικά περάσματα που παραπέμπουν σε τονικές αρμονίες. Στο έργο αυτό, ο Μπεργκ ενσωματώνει επίσης αναφορές στην μουσική παράδοση άλλων εποχών, όπως σε χορικά έργα του Μπαχ ή σε ένα παραδοσιακό τραγούδι από την Καρινθία. Το έργο αυτό είναι αφιερωμένο στη Μανόν, την κόρη του αρχιτέκτονα Βάλτερ Γκρόπιους και της Άλμα Μάλερ, η οποία πέθανε σε νεαρή ηλικία. Άλλα γνωστά έργα του Μπεργκ περιλαμβάνουν τη Λυρική Σουίτα, η οποία φέρει σαφείς επιρροές από τον Μπέλα Μπάρτοκ, Τρία Κομμάτια για Ορχήστρα κι ένα Κονσέρτο Δωματίου για Βιολί, Πιάνο και δεκατρία Πνευστά.